Η μικρογονιμοποίηση, ICSI ή ενδοκυτταροπλασμική έγχυση σπέρματος, είναι μία μέθοδος η οποία εφαρμόζεται σε περιπτώσεις ανδρικής υπογονιμότητας. Υπάρχουν περιπτώσεις που το σπέρμα δεν μπορεί να διεισδύσει στο εξωτερικό στρώμα του ωαρίου για διάφορους λόγους.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, μια διαδικασία που ονομάζεται ενδοκυτταροπλασματική έγχυση σπέρματος (ICSI) μπορεί να γίνει μαζί με εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) για να βοηθήσει στη γονιμοποίηση του ωαρίου. Κατά τη διάρκεια της ICSI, ένα μόνο σπέρματοζωάριο εγχέεται απευθείας στο κυτταρόπλασμα του ωαρίου.
Στη μικρογονιμοποίηση ICSI, μια μικροσκοπική βελόνα, που ονομάζεται μικροπιπέτα, χρησιμοποιείται για την έγχυση ενός μόνο σπέρματος στο κέντρο του ωαρίου, μόλις γίνει η γονιμοποίηση, το γονιμοποιημένο ωάριο (που τώρα ονομάζεται έμβρυο) αναπτύσσεται σε εργαστήριο για 1 έως 5 ημέρες πριν μεταφερθεί στη μήτρα της γυναίκας.
Η ICSI βοηθά στην αντιμετώπιση προβλημάτων ανδρικής υπογονιμότητας, σε περιπτώσεις όπως οι παρακάτω:
Αφού ολοκληρωθεί η σπερμοληψία και επεξεργαστεί το σπέρμα που έχει ληφθεί και κριθεί κατάλληλο για την μικρογονιμοποίηση, ακολουθεί διαδικασία παρόμοια με αυτή της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Απαραίτητη προϋπόθεση συνεπώς αποτελεί να έχει προηγηθεί διέγερση ωοθηκών, με σκοπό να παραχθούν αρκετά ωάρια. Στην ICSI τα σπερματοζωάρια εισάγονται με ένεση.
Στη μικρογονιμοποίηση ICSI, μια μικροσκοπική βελόνα, που ονομάζεται μικροπιπέτα, χρησιμοποιείται για την έγχυση ενός μόνο σπέρματος στο κέντρο του ωαρίου, μόλις γίνει η γονιμοποίηση, το γονιμοποιημένο ωάριο (που τώρα ονομάζεται έμβρυο) αναπτύσσεται σε εργαστήριο για 1 έως 5 ημέρες πριν μεταφερθεί στη μήτρα της γυναίκας.
Εάν μια γυναίκα μείνει έγκυος με φυσικό τρόπο, υπάρχει 1,5% έως 3% πιθανότητα το μωρό να παρουσιάσει κάποιο σοβαρό γενετικό ελάττωμα. Η πιθανότητα γενετικών ανωμαλιών που σχετίζονται με την ICSI είναι παρόμοια με την εξωσωματική γονιμοποίηση, αλλά ελαφρώς υψηλότερη από ό,τι στη φυσική σύλληψη.
Ορισμένες καταστάσεις που έχουν συσχετιστεί με τη χρήση του ICSI, είναι το σύνδρομο Beckwith-Wiedemann, το σύνδρομο Angelman, ο υποσπαδίας ή οι ανωμαλίες του φυλετικού χρωμοσώματος. Πιστεύεται ότι εμφανίζονται σε πολύ λιγότερο από το 1% των παιδιών που συνελήφθησαν χρησιμοποιώντας αυτή την τεχνική.